- λοιδορώ
- λοιδορώ, λοιδόρησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek
λοιδορώ — λοιδόρησα, λοιδορήθηκα, λοιδορημένος, βρίζω κάποιον, χλευάζω, κακολογώ: Λοιδορήθηκε από τον όχλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιδορῶ — λοιδορέω abuse pres subj act 1st sg (attic epic doric) λοιδορέω abuse pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδόρῳ — λοίδορος railing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκλοιδορώ — έω, Α λοιδορώ, διασύρω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκ + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»] … Dictionary of Greek
προσλοιδορώ — έω, Α (το ενεργ. και το μέσ.) λοιδορώ, βρίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»] … Dictionary of Greek
συλλοιδορώ — έω, Α μαζί με άλλους λοιδορώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λοιδορῶ «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek
αλοιδόρητος — η, ο (Α ἀλοιδόρητος, ον) [λοιδορῶ] αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε αρχ. 1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει 2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος … Dictionary of Greek
διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… … Dictionary of Greek
ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] … Dictionary of Greek